Καλά μου λεβεντόπαιδα, που αγωνίζεστε να κρατήσετε το χωριό ή έστω όσους ζούμε και πονάμε καθώς με τα δικά μας της ηλικίας μας τ’αποπλήματα βλέπουμε και του Δάφνου το ξέφτισμα.
Σας χρωστάμε πάρα πολλά και κάνετε τα μάτια μας να δακρύζουν! Δεν το κρύβω πως πονάω περισσότερο, όταν βλέπω και καταλαβαίνω, πως αρκετοί Δαφναίοι έχουν ξεγράψει ή ξεγράφουν από τη ζωή τους το χωριό μας κάτω και από την πίεση της ζωής και από των παιδιών τους τα νέα περιβάλλοντα.
Δεν έχω ούτε εγώ ούτε κανένας γέροντας θέλει να ζούνε τα παιδιά μας με τα δικά μας ανιστορήματα!…
Συχνά καταλάβαινα, πως πίκραινα πολλούς και τότε Δαφναίους που όλο ανιστορούσα τα παλιά με τη βοήθεια και του Δρόσου. Βλέπετε εγώ κόντεψα να γεράσω στα ξένα και γνώρισα το χωριό όταν έγινα δάσκαλος στο Διχώρι κι από κει είδα και γνώρισα καλύτερα τον Δάφνο και τα λιβάδια μας! Μέχρι τότε μόνο την Τρυπήλα και τα Θανομητραίικα με τις καρυδιές είχα ζήσει. Μαθητής στο Γυμνάσιο στο Κορωπί όπου μαζί με το Νίκο και λίγο το Ζήσιμο που πάντα πρωτεύαμε, εγώ ανέβαινα, τίναζα τις καρυδιές, μάζευα τις κοκόσιες και με κατάμαυρα τα χέρια ριχνόμουν στο σχολείο την πρωτιά να διατηρήσω και Σαββατοκύριακο όπου η οικογένεια έμενε πήγαινα με τα πόδια και το σακκούλι.
Ακολούθησε ο πόλεμος, η κατοχή, της Ακαδημίας το άριστα και ξαστέρωσε και το δασκαλίκι.
Παράπονο από την Κωστάριτσα δεν έχω! Όμως μ’ έκανε καταδικό του ο Δάφνος, που προσπαθούσα κι αγωνιζόμουνα να τον ζήσω, να τον χορτάσω, δικό μου να του κάνω ό,τι μου έλειψε.
Ιδιαίτερα τα Λιβάδια και τους τσοπάνηδες δεν μπορούσα να τα ζήσω όσο ήθελα. Στρατός, Διχόνοια και γάμος δεν μ’άφηναν να ζήσω όπως ποθούσα κοντά στους τσοπάνηδες, που κοντά σε άλλα τους αναγνώριζα σαν ιδρυτές του χωριού του δικού μας αλλά και όλων των ορεινών.
Και τότε, που χωριανοί βιομήχανοι κι επιχειρηματίες πρόσφεραν και χρήματα και με την παρουσία τους τον Δάφνο να καμαρώνουμε κι υστερότερα που η εφημεριδούλα μας είχε πέσει στους Προέδρους της Ένωσής μας στους οποίους όλοι οφείλουμε όσοι το χωριό μας αγαπάμε πολλούς κόπους, αγώνες και ξενύχτια την Ένωση ολοζώντανη να κρατήσουν! Τους αξίζει ο σεβασμός μας και η αγάπη μας!
Προσωπικά παραδέχομαι, πως το χωριό δεν με κρατούσε τόσο όσο στα Λιβάδια και τα κοπάδια με τα τσοπανόσκυλα δε χόρταινα να σεργιανίζω, να καμαρώνω λεβεντιές να μην κουράζομαι απάτητα μονοπάτια παραπονεμένα να μην αφήνω. Μπορώ να περηφανεύομαι πως ζούσα μια
νέα ζωή σαν έβρισκα ευκαιρία με τους τσοπάνηδες λίγη παρέα να κάνω, να τους βοηθάω να τα αρμέγουν, μια βραδιά μαζί τους να μείνω!
Φυσικά με τις τσαγιές ερωτευμένος μόνιμα ήμουνα και δεν μ’ εμπόδιζε τίποτε και κανένα όσο ψηλά ή κρυφά στις ρεματιές κρύβονταν. Ομολογώ πως τα 100 μου χρόνια τα βουνά μου τα χάρισαν, ακόμα κι ο Κόρακας που πολλοί τον δείλιαζαν. Τέτοια θέα ποτέ δεν θα ξεχάσω όπως και ποτέ στην τσοπανούρα -άντρες και γυναίκες- την χαρά που μου χάριζαν, την τριψάλα και τον κούτλα που με περίμεναν! Παράλειψή μου πως συντροφιά μου μόνιμα σε όλα το απογένι μου το Σωτήρη είχα αδείλιαστο κι ακούραστο κι αυτόν!
Τα χρόνια πέρασαν και τα ενενήντα ζητούσαν τα δικαιώματά τους.
Πάνε λοιπόν οι χαρές, οι θάλασσες και τα βουνά.
Δεν έχω δικαίωμα για παράπονα!
Ευτυχώς που πρόλαβα και το χρέος στο Δρόσο με τη ζωή του που γλίτωσα. Αν έμειναν κάτι περαδώθε χρωστημιά κι οι δυο τα σβήσαμε!
Και μείνατε σεις τα σημερινά λεβεντόπαιδα. Ξέρω καλά πόσα εμπόδια σα βουνά κάθε τόσο σας εμποδίζουν! Όμως ο ΔΑΦΝΟΣ καλά μου παιδιά αξίζει κάθε θυσία. Σε κάθε καινούργιο βουνό, στην ΠΑΝΑΓΙΑ το σταυρό σας κάνετε και οι ερημωμένες στρούγκες τη δική σας ζωντάνια αναζητούν μεταθανάτια ανάσα να πάρουν!…
Συγχωρήστε με που σας κούρασα – τα 100 χρόνια ίσως το αξίζαν!
Ιωάννης Κων. Θάνος
1. Έχω σαν Επιθεωρητής και παραπάνω χιλιάδες χωριά επισκεφθεί και σ’ όλα οφείλω ευχαριστίες για την αγάπη τους! Οφείλω να πω, πως πουθενά δε βρήκα σχολείο σαν στο χωριό μας. Δεν χόρτασα ποτέ να το καμαρώνω και να καλοτυχίζω τους προγόνους μας για την τοποθεσία που διάλεξαν και έφτιασαν και για το κτίριο! Μπράβο τους χίλιες φορές!
2. Ρωτώντας έμαθα πως την καμπάνα του Αϊ-Νικόλα την κουβάλησαν από το Χάνι (Ερατεινή) στους ώμους τους. Κι ήταν βαριά και την άκουγαν όλα τα γύρω χωριά με ζήλια!
3. Σ’ όσα χωριά πιάναμε συζήτηση όλα αναγνώριζαν το χωριό μας σαν το καλύτερο. Πλατεία και πλατάνια ήταν τα στολίδια του.
4. Το χωριό μας το καμαρώνω και για τις νεότερες γενιές τότε με αντάρτικο που εγώ έζησα σε κεντρικές θέσεις τη στρατιωτική μου υπηρεσία. Γνώρισα πολλά χωριά, που σιχαινόμουν βλέποντας να τρώγονται οι κάτοικοι μεταξύ τους και να βγάζουν τα μάτια τους.
Το δικό μας το χωριό στο κρισιμότερο μέρος κατάφερε νάναι μονιασμένο και να φυλάει ο ένας τον άλλο! Όσα παιδιά ήρθαν στο χωριό μας να ζήσουν αφού η πείνα ξάπλωνε
παντού, πρέπει οι απόγονοί τους να καμαρώσουν για την κατανόηση κι αγάπη που στο χωριό βασίλευε! Κι αν κανένας πήγαινε λίγο στραβά, δάσκαλος -σωστό μάλαμα-παπάς – άγιος και όλο καλοσύνη, και όλοι χωρίς καμιά εξαίρεση – με έκαναν να βλέπω τον Δάφνο σωστό παράδεισο ανθρωπιάς και αγάπης!
Δεν το κρύβω πως ακόμα και τώρα καμαρώνω για τα παιδιά του Δάφνου. Βλέπετε έζησα και είδα χάλια αλλού που ούτε μπορείτε να φανταστείτε! Κι όχι μόνο για τα γύρω αλλά σ’ όλη την Ελλάδα!
Καμαρώστε, παιδιά μου, για τους προγόνους μας!
Είχαν μυαλό, σεβασμό, κατανόηση κι αγάπη θεϊκή!
Δε γράφω ονόματα γιατί για μένα όλοι τους ήταν ΛΕΒΕΝΤΕΣ και δεν βρίσκω σωστό να ονομάσω γυναίκες ή άντρες – μπορεί να παραλείψω κανένα και καμιά – γέρος 100 χρονών είμαι και για όλους καμαρώνω.
Ιωάννης Κων. Θάνος
Συνεχίζοντας μία παράδοση αιώνων οι κτηνοτρόφοι με την άνοδο της θερμοκρασίας στον κάμπο, στα χειμαδιά, μετά το κούρεμα των προβάτων παίρνουν τον δρόμο για τα ορεινά βοσκοτόπια. Σήμερα το ανέβασμα των κοπαδιών στα ορεινά βοσκοτόπια είναι υπόθεση ωρών με τα ειδικά διαμορφωμένα φορτηγά αυτοκίνητα. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, αυτό το ανέβασμα στα θερινά βοσκοτόπια διαρκούσε ακόμη και εβδομάδες λόγω της ανυπαρξίας οδικού δικτύου. Παλιότερα, ο τσέλιγκας και βοσκοί έστηναν τις σκηνές, άναβαν φωτιά και συντροφιά με τις οικογένειες του καραβανιού έκαναν όλες τις απαραίτητες εργασίες. Επίσης έπαιρναν μαζί τους σκυλιά και άλογα για τη μεταφορά όλου του νοικοκυριού και των απαραίτητων τροφίμων για τη διαδρομή, αφού το κοπάδι ακολουθούσε και η οικογένεια. Τη νύχτα στήνονταν οι σκηνές, ετοίμαζαν το φαγητό, το οποίο ήταν συνήθως πρόχειρο, όπως όσπρια, ρύζι, πατάτες και κλπ., τα αιγοπρόβατα ξεκουράζονταν και εκείνα ώστε την επόμενη ημέρα να συνεχίσουν την πορεία τους βοσκώντας παράλληλα.
Μιας και αυτή την περίοδο οι τσοπάνηδες έχουν αρχίσει και ανεβαίνουν στα ορεινά βοσκοτόπια να τους ευχηθούμε καλό καλοκαίρι.